- αναγυρίζω
- (Μ ἀναγυρίζω)Ι. (αμτβ.)1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρίζω2. επιστρέφω, επανέρχομαι3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, αλλάζω διεύθυνση, λοξοδρομώΙΙ. (μτβ.)1. αναστρέφω, αντιστρέφω, γυρίζω2. ανακατώνω, ανασκαλεύω3. μεταστρέφω τα λεγόμενα, μιλώ με περιστροφές4. ερευνώ για να βρω κάτι, ψάχνω5. προσέχω πολύ, φυλάω6. επιστρέφω κάτι (ιδίως για χλευασμό)7. χλευάζω, κοροϊδεύω8. περιφρονώ9. αθετώ, δεν πραγματοποιώ10. παρεκκλίνω, απομακρύνω κάτι11. αποφεύγω κάποιον12. μεταπείθω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + γυρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.